- αποβοήθ(ε)ιο
- το опора, поддержка; помощь;
αποβοήθ(ε)ιο
στα γεράματα — опора в старости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβοήθ(ε)ιο
στα γεράματα — опора в старостиΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.